- παραδεδεγμένη
- παραδέχομαιreceive fromperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρανομία — η, ΝΜΑ [παράνομος] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρανομώ, η παράβαση τών νόμων ή κανόνων τής ευπρέπειας ή τής τάξης, παράνομη πράξη νεοελλ. δράση, πολιτική ή κοινωνική, έξω από την παραδεδεγμένη νομιμότητα αρχ. ως κύριο όν. Παρανομία η αδικία … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek